- διπόδων
- δίπουςtwo-footedmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πτηνό — το / πτηνόν, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πτανόν Α σπονδυλωτό ζώο που έχει φτερά, που πετά, πουλί (α. «αποδημητικό πτηνό» β. «πολλὴ μὲν γὰρ ἡ τῶν ἐνυδρων, πολλὴ δὲ ἡ τῶν πτηνῶν [θήρα]», Αριστοτ.) νεοελλ. στον πληθ. τα πτηνά ζωολ. ομοταξία δίποδων ομοιόθερμων … Dictionary of Greek
πιθηκάνθρωποι — Όνομα που έχει δοθεί σε μια σειρά απολιθωμάτων δίποδων όντων, αλλά με μορφή ήδη καθαρά ανθρωποειδή, τα οποία έζησαν για ένα υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα στη νότια και νησιωτική Ασία, κατά τη διάρκεια του κατώτερου πλειστόκαινου. Η ανακάλυψη … Dictionary of Greek